- ξύγκι
- τοβλ. το ορθό ξίγκι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ξύγκι — το βλ. ξίγγι … Dictionary of Greek
ξυγκινέεσθαι — ξυγκῑνέεσθαι , συγκινέω stir up pres inf mp (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημός — (5ος αι. π.Χ.). Αθηναίος, γιος του Πυριλάμπη που φημιζόταν για το κάλλος του. Για την ομορφιά του γίνεται λόγος στον Γοργία του Πλάτωνα και στον Αριστοφάνη. Το σπίτι του Πυριλάμπη και του Δ. ήταν γνωστό σε όλη την Ελλάδα για τα πτηνοτροφεία του,… … Dictionary of Greek
καρδιουλκώ — καρδιουλκῶ, έω (Α) 1. βγάζω την καρδιά τού θύματος και την τυλίγω με ξύγκι για να τήν κάψω 2. επιγρ. (για φυτά) βγάζω την καρδιά ή την ψίχα τού φυτού, την εντεριώνη*. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρδι(ο) * + ουλκῶ (< ουλκός < ὁλκή ή ὁλκός), πρβλ. εμβρυ… … Dictionary of Greek
ξίγγι — και ξίγκι και ξύγκι, το 1. πάχος, λίπος που βρίσκεται κάτω από το δέρμα 2. κοινή ονομασία τής βουβωνοκήλης, αλλ. σπάσιμο, κατέβασμα 3. φρ. α) «βγάζει κι από την μύγα ξίγγι» λέγεται για άτομο που αποβλέπει μόνο στο συμφέρον του και εκμεταλλεύεται… … Dictionary of Greek
ξιγγιά — και ξυγκιά, η ξίγγι, κήλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξίγγι / ξύγκι + κατάλ. ιά] … Dictionary of Greek
στεατώδης — ες / στεατώδης, ῶδες, ΝΑ και στητώδης, ῶδες, Α [στέαρ ατος] αυτός που μοιάζει με στέαρ, με ξύγκι αρχ. γεμάτος στέαρ … Dictionary of Greek